- στρόμπος
- ο платок с узлом (для игры)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρόμπος — ο, Ν [στρόμβος] μαντίλι με κόμπο στη μια του άκρη με το οποίο ο νικητής στο παιχνίδι τών αστραγάλων χτυπά την παλάμη τών αντιπάλων του … Dictionary of Greek